Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τὸν δρόμον

См. также в других словарях:

  • Σοφιανός — Επώνυμο Ελλήνων λογίων. 1. Νικόλαος. Κωδικογράφος, εκδότης και πρόδρομος του δημοτικιστικού κινήματος (Κέρκυρα 1500; Ρώμη μετά το 1552). Σπούδασε πιθανώς στο Ελληνικό Γυμνάσιο της Ρώμης και υπηρέτησε ως βιβλιοθηκάριος των φιλελλήνων καρδινάλιων… …   Dictionary of Greek

  • υπηρεσία — η / ὑπηρεσία, ΝΜΑ [ὑπηρέτης] 1. εξυπηρέτηση, εκδούλευση, προσφορά (α. «προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στο έθνος» β. «τίς αὕτη ἡ ὑπηρεσία ἐστὶ τοῑς θεοῑς», Πλάτ. γ. «ἣν δουλείαν οὖσαν ἔφασκες καὶ ὑπηρεσίαν ἀποδείξειν», Αριστοφ.) 2. το σύνολο τών… …   Dictionary of Greek

  • SPATIA — in Circo olim dicta, quas metas, curricula, vias alias Latini, κύκλους, διαύλους, ςτάδια, καμπτῆρας Graeci dixêre; cuiusmodi septem fuisse, tot enim vicibus meta peragenda erat, supra vidimus. Antiochensis Ioannes etiam in Graecam vocem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • STADIODROMI — Σταδιοδρόμοι, genus olim cursorum, a cursu unius tantum stadii dicti. Unde Tzetzes l. 3. Histor. Chil. 6 de iis, ἁπλοῦν, inquit, ποιοῦνται τὸν δρόμον. Sic enim apud eum rescribit Voss. Agnosticôn l. 1. c. 28. Qui vero duplex unô cursu Stadium… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εξελίσσω — (Α ἐξελίσσω, αττ. τ. ἐξελίττω) με αλλεπάλληλες μεταβολές μετασχηματίζω κάτι («η βιομηχανία εξελίχθηκε ραγδαία») νεοελλ. μετατρέπομαι, αλλάζω («ἐξελίσσεται σὲ λαμπρὸ ἐπιστήμονα») αρχ. 1. ξετυλίγω, ανοίγω («ἐξελίξας περιβολὰς σφραγισμάτων», Ευρ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… …   Dictionary of Greek

  • κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… …   Dictionary of Greek

  • ίασπις — Κρυπτοκρυσταλλική αδιαφανής ποικιλία του χαλκηδονίου, παραλλαγή του χαλαζία (SiO2). Παρουσιάζεται με διάφορες και συχνά ζωηρόχρωμες αποχρώσεις: από γαλάζιο έως κίτρινο και από φαιό έως κόκκινο. Η μεγάλη ποικιλία των χρωμάτων του οφείλεται στον… …   Dictionary of Greek

  • κατασέρνω — (AM κατασύρω, Μ και κατασύρνω και κατασέρνω) νεοελλ. μσν. κακολογώ, διασύρω, κακογλωσσώ κάποιον μσν. 1. καταντώ, ταπεινώνω κάποιον 2. (σχετικά με τροφή) φέρνω προς τα κάτω, καταπίνω μσν. αρχ. 1. σύρω προς τα κάτω, σέρνω κάποιον στο έδαφος, τραβώ… …   Dictionary of Greek

  • ЕВФИМИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Εὐθύμιος ὁ Μέγας] (ок. 377 20.01.473), прп. (пам. 20 янв.), один из основателей палестинского монашества, оказавший значительное влияние на его последующее развитие. Главным источником, содержащим сведения о жизни Е. В., является его Житие …   Православная энциклопедия

  • преполовение — середина , среда четвертой недели после пасхи, середина между пасхой и троицей . Из ст. слав. въ прѣполовление ἑορτῆς μεσούσης (Остром.), прѣполовити τὸν μέσον δρὸμον καταλαμβάνειν (Супр.); ср. пол, половина. Сюда же преполонье – то же, по… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»